Πρωτοδιορίστηκα, ως παπάς, στο Αιτωλικό, παρότι η παπαδιά μου υπηρετούσε στο Αγρίνιο.
Και ύστερα από ένα ρηξικέλευθο κήρυγμα, που έκαμα την μετά τα Χριστούγεννα του 1965 Κυριακή μ’ έδιωξαν από το Αιτωλικό.
Και αποσπώμενος από χωριό σε χωριό κατέληξα στο Πυργί(Βελάοστα), ένα χωριουδάκι έξω απ’ τ’ Αγρίνιο, όπου υπηρέτησα για τέσσερα χρόνια.
Εδώ κάποιοι χωριανοί ήρθαν σε αντίθεση μαζί μου, ουσιαστικά, όπως πιστεύω, για πολιτικά ζητήματα.
Αλλά και υποκινούμενοι, όπως εκ των υστέρων, μου έδωσαν να καταλάβω, από κάποιους παπάδες του Αγρινίου.
Μου έκαμαν αλλεπάλληλες αναφορές, κατηγορώντας με για ιδεολογική παραπλάνηση του ποιμνίου μου.
Και βέβαια τις αλλεπάλληλες αναφορές ακολουθούσαν και αλλεπάλληλες ανακρίσεις.
Ανακρίσεις, που κάποτε είχαν και κάποιες κωμικές, σύμφωνα με τις αφηγήσεις των χωρικών, πλευρές.
Όπως η σχετική με τα:
πλατάνια
Υπήρχε, για παράδειγμα, η κατηγορία ότι μιλούσα στους χωρικούς για τον Πλάτωνα. Πράγμα που βέβαια συνέβαινε σε ιδιωτικές συζητήσεις και όχι βέβαια στο κήρυγμα.
Ρώτησαν, λοιπόν, το χωρικό, που με άκουσε να μιλάω για τον Πλάτωνα:
-Εσύ του είπαν τι ξέρεις για τον Πλάτωνα;
-Πώς δεν ξέρω, τους αποκρίθηκε, εδώ οι ρεματιές είναι γιομάτες πλατάνια!
Ή το περί νηστείας:
Ο ανακριτής (ο ιεροκήρυκας Αιτ/νίας τότε και μετέπειτα Μητροπολίτης Παραμυθιάς συχωρεμένος Παύλος Καρβέλης) ρώτησε το θυμόσοφο χωρικό:
-Κατηγορούν τον παπά ότι δεν νηστεύει. Εσύ τι ξέρεις;
-Ξέρω ότι, αν τον παπά τον φυσήσει ο αέρας, μπορεί και να τον πάρει. Ενώ εσύ (ήταν παχουλός ο π. Παύλος) βλέπω πως είσαι αρκετά παχύς. Απ’ τη νηστεία έχεις το πάχος!
Κάθε φορά το ανακριτικό πόρισμα ήταν ενοχοποιητικό σε βάρος μου.
Έτσι ώστε ο Δεσπότης να μου δίνει…χάρη και να κάνει επίδειξη της δήθεν μεγαλοψυχίας απέναντί μου.
Την οποία και δεν αποδεχόμουνα. Επειδή πίστευα και πιστεύω ότι δεν είναι κάποιος ένοχος επειδή διαφωνεί ιδεολογικά με κάποιον άλλο.
Ιδιαίτερα μάλιστα, όταν πιστεύει ότι οι ιδέες του βρίσκονται σε αρμονία με το Ευαγγέλιο.
Η άρνηση της αποδοχής της δεσποτικής «μεγαλοψυχίας» ξεσήκωνε-και με την υποδαύλιση των αντιπάλων μου- τη θύελλα της καταδιωκτικής μανίας του Δεσπότη εναντίον μου.
Νέες ανακρίσεις, με καταθέσεις δεσποτοκολάκων εναντίον μου.
Αλλά και θαυμάσιων κληρικών υπερασπιστών μου. Όπως ο παπα- Χρίστος Παυλάκος, απ’ τους Μολάους της Λακωνίας. Που τότε υπηρετούσε στην Αγία Τριάδα Αγρινίου και εξαιτίας της υπεράσπισή μου εξααναγκάστηκε να φύγει. Για να βρει καταφύγιο στον Άγιο Νικόλαο Περάματος.
Αλλά και η συντριπτική πλειονότητα των χωριανών τάσσονταν στο πλευρό μου.
Ποιος όμως θα υπολόγιζε τους υπερασπιστές μου; Και ιδιαίτερα τους ανίσχυρους χωρικούς…. Όταν οι δεσποτάδες γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους ακόμη και πανίσχυρους κοινωνικά παράγοντες!
Ομολογουμένως η θέση μου ήταν δυσχερέστατη και απελπιστική.
Αλλά, ακριβώς η απελπισία μου αποδείχτηκε και η σανίδα της σωτηρίας μου.
Γιατί αναγκάστηκα να αντιδράσω. Και μάλιστα με σφοδρότητα ανάλογη της επιθέσεως που δεχόμουνα..
Προσέφυγα στον Τύπο: τον τοπικό, αλλά και τον αθηναϊκό.
Και ιδιαίτερα στον «Ελεύθερο Λόγο», ο οποίος αναφερόταν την εποχή εκείνη σε ανάλογα θέματα.
Το κείμενο (επιστολή), που κλόνισε και λύγισε την δεσποτική έπαρση ήταν το παρακάτω:
Ο «Τζέγκις Χαν»
Αξιότιμε κ. Διευθυντά
Προκλητικό και ιταμό έχει τεθεί απέναντί μου το δίλημμα του Δεσπότη, σε στυλ αρχιληστών των αρχών του αιώνα μας.
Δεν είναι καν ευφυές, όπως το δίλημμα του Ομάρ, σχετικά με τη βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας.
Είναι αδιάντροπο, βάρβαρο!
Πριν ένα χρόνο με έδιωξε από την πόλη του Αιτωλικού, επειδή δεν διέκοψα απ’ την εργασία της, στο Αγρίνιο, την παπαδιά μου. Για ν’ αφεθώ, κατ’ αυτόν τον τρόπο στο έλεος της δεσποτικής αυθαιρεσίας.
Μου έδωσε επανειλημμένες αποσπάσεις. Και τελικά με καταδίκασε σε ένα απόμερο χωριουδάκι.
Δεν έμεινε όμως ευχαριστημένος, μέχρις αυτού.
Προ καιρού εκίνησε εναντίον μου τον δικαστικό του μηχανισμό.
Και παρότι η σκευωρία των ΦΙΛΩΝ του αποδείχτηκε κατασκεύασμα από αήθεις συκοφαντίες, στηριγμένες σε πλαστές υπογραφές ανύποπτων και τίμιων συγχωριανών τους, δεν εδίστασε εντούτοις να με κηρύξει «ένοχο των εις εμέ αποδιδομένων κατηγοριών».
Η αίτηση που υπέβαλα, για να μου χορηγηθεί άδεια προσφυγής στα πολιτικά δικαστήρια, απορρίφθηκε για τους ευνόητους λόγους της αλληλέγγυης ΛΥΚΟΦΙΛΙΑΣ….
Αποκορύφωμα όλων τούτων ήταν το αμείλικτο δίλημμα που μου έθεσε τελευταία: «Ή θα εγκαταλείψεις, μου είπε, την Αιτωλοακαρνανία ή θα κινήσω γη και ουρανό, για να καταστρέψω τη ζωή σου»! Από το ένα μέρος η εκτόπιση και ο εξανδραποδισμός κι από το άλλο η Ιερή Εξέταση. Από τη μια μεριά ο Τζέγκις Χαν και ο Αττίλας κι από την άλλη ο Τουρκοεμάδας!
Αυτοί είναι οι πόλοι της υδρογείου του Δεσπότη!,
Αυτά είναι τα πρότυπά του, αυτές οι μέθοδοί του.
Μέχρις αυτού του βαθμού μπορεί να φτάσει η πνευματικότητα ενός χριστιανού επισκόπου, ενός κακού γεωργού του αμπελώνος του Χριστού, ο οποίος δεν «ήλθε, ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσι (τα πρόβατα της ποίμνης του), αλλ’ ίνα θύση και απολέση».
Και αυτά δεν είναι λόγια. ΄Εχει ο Δεσπότης δώσει αρκετά δείγματα εμπράκτου εφαρμογής των μεθόδων του. Έχει συνειδητοποιήσει σε όλη του την έκταση το αναφαίρετο δικαίωμα της ασυδοσίας των δεσποτάδων:
Προ καιρού, όταν με είχε καλέσει, για να ασκήσει επάνω μου το ιερό έργο της τρομοκρατίας μου έλεγε σε ύφος ειρωνικό και ιταμό:
-«Εμένα δεν μπορεί να μου κάνει κανείς τίποτε. Θα σας συντρίψω»!
Πριν λίγες μέρες μετέθεσε σ’ ένα απομακρυσμένο χωριό τον αδελφό του Ηγουμένου της Ι. Μονής Μυρτιάς, που είχε την αφέλεια να φέρει στο φως της δημοσιότητας μία εικόνα των δεσποτικών παρασκηνίων.
Κι αυτό καθ’ ον χρόνον ο φτωχός παπάς είχε κατορθώσει να στεγάσει την πολυμελή του οικογένεια.
Διερωτάται κανείς: Βρισκόμαστε στη χριστιανική Ελλάδα ή στην κομμουνιστική Κίνα του Μάο;
Και ρωτάμε: Αν από ορισμένους δεποτάδες λείπει η συνείδηση, δεν υπάρχουν άλλοι άνθρωποι, που να πιστεύουν ότι οι ιερείς και οι οικογένειές τους αξίζουν κάτι περισσότερο από τα ταπεινά πάθη και τα καπρίτσια των δεσποτάδων;»
π. Χρυσόστομος Ντανάκας
Το περιστατικό με τον αδελφό του Ηγουμένου έχει ως εξής:
Εκείνη την εποχή υπηρετούσε στην Μητρόπολη Αιτωλοακαρνανίας ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Ντανάκας, που κι αυτός, όπως ο παπα-Χρήστος Παυλάκος, ο υπερασπιστής μου, ήταν απ’ του Μολάους της Λακωνίας και βρισκόταν επίσης στη δυσμένεια του Μητροπολίτη.
Ο λόγος;
Ότι σε κάποιο κήρυγμά του, την Κυριακή των Πατέρων, τόλμησε να υποστηρίξει ότι «η σημερινή Εκκλησία δεν διαθέτει πατέρες του ύψους και της αρετής των Πατέρων του Χρυσού αιώνα της Εκκλησίας»..
Ο Δεσπότης ήθελε άρον-άρον να τον απελάσει απ’ τη Μητρόπολη Αιτωλοακαρνανίας.
Και, για να δώσει ανήθικο ηθικό στήριγμα στην ενέργειά του αυτή, συνέλαβαν μαζί με τους συνεργάτες του το εξής σατανικό σχέδιο:
Συνέταξαν ένα κείμενο κατηγορητικό για τον π. Χρυσόστομο. Και κάλεσαν τον Ηγούμενο της Ι. Μονής Μυρτιάς, στην οποία ο π. Χρυσόστομος ανήκε ως μοναχός, και του έθεσαν το δίλημμα;
Ή θα υπογράψεις το λιβελογράφημα ή θα μετατεθεί απ’ την ενορία, όπου υπηρετούσε ως εφημέριος, ο πολύτεκνος αδερφός σου. Ο οποίος είχε εκδώσει, κατά λάθος, πιστοποιητικό αγαμίας σε έγγαμο.
Και βέβαια ο Ηγούμενος δεν υπέγραψε:
-« Πώς είναι δυνατόν τους είπε να υπογράψω ανυπόστατες κατηγορίες εναντίον ενός πεντακάθαρου κληρικού!»!
Κι όχι μόνο αυτό.
Αλλά κατήγγειλε κιόλας το περιστατικό στον «Ελεύθερο Λόγο».
Και βέβαια η εντιμότητα του Ηγουμένου είχε σαν συνέπεια το διωγμό και την μετάθεση του αδελφού του…
Έργα και ημέρες δεσποτικές!….
η σφραγίδα και η γραφίδα
Μετά την δημοσίευση της παραπάνω( περί Τζέκινς Χαν) επιστολής, ο Δεσπότης με κάλεσε.
Κάποιοι με είχαν προειδοποιήσει:
-«Θα σου πάρει το κεφάλι»!
Και πραγματικά με υποδέχτηκε με άγριες διαθέσεις:
-Με σκότωσες! μου είπε.
-Βλέπω πως είστε μια χαρά»! του είπα.
-Με σκότωσες με την επιστολή σου!
– Κι σεις με σκοτώνετε! του αποκρίθηκα. Ο καθένας με τον τρόπο του. Εσείς με τη σφραγίδα κι εγώ με τη γραφίδα»! «Ο καθείς και τα όπλα το», που λέει κι ο Ελύτης.
Άρχισε και πάλι να με απειλεί, με την ελπίδα ότι θα κατάφερνε να «σπάσει» το ηθικό μου:
-«Θα σε συντρίψω, έλεγε οργισμένος, θα επιπέσει επάνω σου ο πέλεκυς»!
– «Ήρθα, του είπα, να δώσουμε ένα τέλος σ’ αυτή την υπόθεση. Βλέπω όμως ότι δεν θέλετε. Παρότι ξέρετε ότι είμαι αποφασισμένος για όλα»!
Και πήγα να φύγω.
-«Εντάξει, μου είπε, τότε. Δεν θα σε ξαναπειράξω. Αλλά και συ να μη με ξαναπειράξεις»!
Και κατ’ αυτόν τον τρόπο τελείωσε αυτή η μάχη. Που, βέβαια, δεν ήταν η μοναδική.
Γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να επισκεφτώ την Μητρόπολη και να μην υπάρξουν ανοίκειοι διαξιφισμοί μεταξύ μας…
το περιβάλλον
Σε κάποια περίπτωση, μου είπε:
-«Ξέρεις τι μου λένε οι παπάδες για σένα»;
-«Είμαι περίεργος ν’ ακούσω»…
-«Μου λένε ότι δεν πιστεύεις τίποτε»!
-«Έτσι που τους καταντήσατε τους παπάδες, τι θέλετε να σας πούνε»!
-«Και πώς τους καταντήσαμε»;
-«Χαφιέδες και κόλακες»!
-«Και με ποιο τρόπο τους καταντήσαμε χαφιέδες και κόλακες»;
-«Μα, με τη δεσποτοκρατία»!
-«Ώστε εγώ είμαι δεσποτοκρατης»;
-«Και μάλιστα μέγας»!
-«Φύγε αμέσως»! Ξεφώνισε οργισμένος.
Και βέβαια έφυγα.
Ο παραπάνω διάλογος δείχνει ότι ανεξάρτητα απ’ την οποιαδήποτε νοοτροπία ή τις ιδιορρυθμίες του καθενός δεσπότη ολέθριο ρόλο παίζουν οι εκάστοτε παρακοιμώμενοι και το περιβάλλον.
Βέβαια, αυτά πάνε μαζί: Όπου δεσποτισμός, εκεί αναπτύσσεται και θεριεύει η κολακεία, ο χαφιεδισμός και όλα τα συμπαρομαρτούντα. Είναι χαρακτηριστικό πως, όταν είχε εξαπολύσει τον εναντίον μου διωγμό, οι παπάδες διαρρήγνυαν τα ιμάτιά τους εναντίον μου και του ζητούσαν άρον- άρον να με καθαιρέσει.
Αλλά ήρθε αργότερα και η δική τους η σειρά…
Όπως μου΄λεγε φίλος Αιτωλοακαρνάνας, καθηγητής Πανεπιστημίου, πάνω από εβδομήντα παπάδες διώχτηκαν ή εξαναγκάστηκαν σε φυγή κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του εν λόγω δεσπότη. Κατά κανόνα θεολόγοι.
Χωρίς καθόλου να σημαίνει ότι οι υπόλοιποι, που έμειναν εκεί, πέρασαν καλά….
Ο π. Αυγουστίνος
Περί το τέλος της εφημεριακής θητείας μου στην Αιτ/νία στάλθηκε σε όλη την Ελλάδα απ’ τον αείμνηστο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, Ιερώνυμο μία εγκύκλιος.
Μ’ αυτήν γινόταν έκκληση προς τις μητέρες και τις συζύγους, για να δεχτούν και να προτρέψουν τα παιδιά τους και τους συζύγους να γίνουν παπάδες.
Άρπαξα, τότε την ευκαιρία και έστειλα επιστολή στον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, στην οποία μεταξύ άλλων έγραφα:
-«Αλήθεια, γιατί τους θέλετε τους παπάδες; Για την Εκκλησία ή για τους δεσποτάδες; Γιατί , μέχρι σήμερα οι παπάδες, δεν χρησιμοποιούνται, για να υπηρετούν την Εκκλησία, αλλά ως αντικείμενα, για να εκτονώνουν την εμπάθειά τους οι δεσποτάδες…
Φροντίστε, λοιπόν, πρώτα να απαλλάξετε την Εκκλησία απ’ τη δεσποτοκρατία και ύστερα ζητήστε απ’ τις μητέρες και τις συζύγους να προσφέρουν τους ανθρώπους τους στην εκκλησιαστική υπηρεσία…»!
Την επιστολή αυτή την κοινοποίησα και στον πολέμιο της δεσποτοκρατίας Μητροπολίτη Φλωρίνης Αυγουστίνο.
Ο οποίος και έσπευσε- με τη « Σπίθα» του- ν’ απαντήσει.
Στην απάντησή του, ξανάστειλα κι εγώ την ανταπάντησή μου.
Που, παρότι μακροσκελής και γραμμένη στην καθαρεύουσα, έχει, λόγω του περιεχομένου της αλλά και του αποδέκτη της, ιδιαίτερη σημασία ΄Έγραφα, λοιπόν, προς τον π. Αυγουστίνο:
Σεβασμιώτατε
Είχετε διατελέσει, κατά το παρελθόν, δια τον ελληνικόν λαόν, την ενσάρκωσιν του πόθου του, δια μίαν « Ελευθέραν και ζώσαν Εκκλησίαν».
Εις τούτο δε μεγάλως συνετέλεσεν κυρίως το γεγονός ότι «επί μακράν σειράν ετών προφορικώς και γραπτώς ηλέγξατε και εστηλιτεύσατε τον δεσποτισμόν».
Και το ότι εκ των αγώνων εκείνων προήλθε μία νέα ιεραρχία, τούτο μεγάλως ηυχαρίστησεν τον ελληνικόν λαόν.
Το γεγονός εξ άλλου ότι εξελέγητε και σεις μέλος της νέας αυτής ιεραρχίας, ανεπτέρωσε τας ελπίδας, δια την επίτευξιν του ποθουμένου.
Είναι αληθές ότι εγένοντο αξιόλογοι προσπάθειαι υπό της νέας ιεραρχίας προς διόρθωσιν των κακώς εχόντων.
Αποτελεί όμως πικρόν παράπονον και προκαλεί βαθείαν οδύνην το γεγονός ότι ουδείς, έως τώρα, ετόλμησεν ως άλλος Οδυσσεύς να εμπήξη τον πυρακτωμένον δαυλόν της αληθείας εις τον δρακόντειον οφθαλμόν του πολύφημου δεσποτισμού. Αφέθησαν ανενόχλητοι οι δεσποτάδες να βιάζουν και να διαφθείρουν την συνείδησιν των ιερέων.
Να πληγώνουν θανασίμως την φιλοτιμίαν των και να δολοφονούν την υπόστασίν των. Με όλα τα μέσα που υπαγορεύει η σαδιστική των νοοτροπία και επιτρέπει η απεριόριστη δικαιοδοσία των.
Σεις, μάλιστα, ο οποίος άλλοτε διερρηγνύετε τα ιμάτιά σας δια την απροσχημάτιστον δεσποτοκρατίαν και εθρηνείτε και εκλαίετε δια τον απάνθρωπον σφαγιασμόν των ιερέων εις την μαύρην πέτραν της αυθαιρεσίας, εφθάσατε εις τα σημείον να θεωρήτε τον δεσποτισμόν ως το μέγα κακόν μόνον… του παρελθόντος.
Μήπως, αληθώς νομίζετε ότι ο δεσποτισμός υφίστατο μόνον και μόνον, διότι παρεκώλυεν ορισμένους, μεταξύ των οποίων και σας, από του να ανέλθετε εις το επισκοπικόν αξίωμα;
Και ότι από της ημερομηνίας, καθ’ ην σεις και έτεροι τινές περιεβλήθητε την επισκοπικήν εξουσίαν, εκ μόνου του γεγονότος τούτου ο δσεποτισμός κατέπεσεν εις ερείπια και δεν έμεινεν εξ αυτού, ει μη μόνον η πικρά του ανάμνησις;
Απευθύνετε- δια του υπ’ αριθ. 329-330 φύλλου της «Σπίθας»- εις τα μέλη της ΝΕΑΣ Ιεραρχίας την φιλάδελφον προτροπήν καθ’ ην « ΠΡΕΠΕΙ.. . να ταπεινωθούν πολύ. Δια να αποβλέψουν οι άνθρωποι με εμπιστοσύνην εις την επισκοπικήν εξουσίαν».
Πώς όμως μπορείτε να αποδείξετε ότι αυτό το « ΠΡΕΠΕΙ» έχει και πολλοστημόριον έστω γνησίου αντικρύσματος και δεν είναι κάλπικο εις όλην του την έκτασιν;
Μήπως αντλεί την δεοντολογίαν του από την πιθανότητα του υποθετικού συλλογισμού σας, κατά τον οποίον, «εάν οι νέοι ιεράρχαι είναι πνευματικώτεροι, αυτό σημαίνει ότι είναι και ταπεινότεροι»!
Πόθεν όμως τεκμηριώνεται η πνευματικότης των νέων ιεραρχών;
Μήπως εκ του γεγονότος ότι τινές , αποτελούντες σπανιωτάτας εξαιρέσεις, «έχουν φήμην κατ’ εξοχήν πράων και ταπεινών ανθρώπων, μηδέποτε οργιζομένων, αλλά διαρκώς μειδιώντων και σκορπιζόντων χαράν και αγαλλίασιν πέριξ αυτών»;
Ποίος όμως εγγυάται ότι αυτός, ο οποίος έχει την φήμην πράου και ταπεινού ανθρώπου, δεν θ’ αποβή αύριον ο αλαζονικώτερος και καταχθονιώτερος και τούτ’ αυτό ο δεσποτικώτερος;
Διότι έχει αποδειχθεί περιτράνως ότι η δεσποτική εξουσία αποτελεί κίρκειον ράβδον, η οποία μεταλλάσσει τας φρένας των εις επισκόπους χειροτονουμένων, ώστε να βλέπουν ανεστραμμένον το είδωλον της αληθείας…
Δεν δύνανται, λοιπόν, οι άνθρωποι να αποβλέψουν με εμπιστοσύνην εις το επισκοπικόν αξίωμα βάσει πιθανοτήτων υποθετικών συλλογισμών ή αισθηματολογιών, βασιζομένων εις σπανίας εξαιρέσεις.
Δια να αποβλέψουν οι άνθρωποι με εμπιστοσύνην εις το επισκοπικόν αξίωμα, θέλουν να ιδούν διησφαλισμένην την προσωπικότητα και αξιοπρέπειαν του ιερέως βάσει αντικειμενικών κριτηρίων. Τα οποία δεν θα εξαρτώνται από υποθέσεις, αισθήματα, κέφια, πάθη και ένστικτα…
Γιατί ο δεσποτισμός επιτρέπει να εκδηλώνονται όχι μόνον θηριώδη ένστικτα, αλλά και κάτι περισσότερον:
Να αποβαίνουν οι δεσποτάδες, όπως θα’ λεγε και ο Ντοστογιέβσκυ…καλλιτέχναι της κακίας.
Τους επιτρέπει να συλλαμβάνουν και να πραγματοποιούν αριστουργηματικά σχέδια εξοντώσεως των ιερέων, τα οποία θα ήτο φύσει αδύνατον να διανοηθούν αι τίγρεις και λεοπαρδάλεις…
Αλλά, διατί η φιλάδελφος προτροπή απευθύνεται μόνο εις τους νέους ιεράρχας; Οι ΠΑΛΑΙΟΙ δεν πρέπει να ταπεινωθούν; Πρέπει να πολιτεύωνται, ως εάν μη είχον ουδέ άπαξ αναγνώσει το Ευαγγέλιον, αλλά κυριολεκτικώς αποστηθίσει τον ‘Ηγεμόνα’ του Μακιαβέλλι!
Οι δε ιερείς της δικαιοδοσίας των, οι οποίοι εις πάσαν ευκαιρίαν καίγονται ως αι ατυχείς υπηρέτριαι από τας στρίγγλας κυρίας των με το πυρακτωμένον σίδηρον της εμπαθείας και εκδικήσεως, δεν είναι άνθρωποι αυτοί;
Πώς ανέχεσθε να συνθλίβωνται ομού μετά των οικογενειών των, κάτω από την αδίστακτον και αναίσθητον δεσποτικήν μπόταν;
Διατί, όταν ήσασθε ιεροκήρυξ, εθεωρείτε εαυτόν υπεύθυνον δι’ ό,τι ενδεχομένως συνέβαινεν και εις την τελευταίαν γωνίαν της Ελλάδος, ενώ τώρα θέτετε όρια και κάμνετε διακρίσεις; Μήπως η ταπεινή θέσις του ιεροκηρυκος ήτο λυχνία εκ της οποίας διαχεόμενον το φως έφαινεν ΠΑΣΙ τοις εν τη οικία; Ενώ ο επισκοπικός βαθμός κατέστη μόδιον κάτωθεν του οποίου το φως ασφυκτιά και ασπαίρει;
Εν τοιαύτη περιπτώσει ουχί ο δεσποτισμός, αλλά η «Σπίθα» ανήκει εις το παρελθόν. Και θα ήτο πολύ λυπηρόν, εάν η αληθώς περίφημος και τόσον ελπιδοφόρος σπίθα τελικώς… απετεφρώθη….
Αλλά το να υποταγούν αι ανθρώπιναι επιδιώξεις ορισμένων προσώπων ή εφημερίδων εις τον κανόνα συμβατικότητος των ανθρωπίνων πραγμάτων, δεν το ευρίσκομεν καθόλου παράδοξον.
Εκείνο το οποίον ευρίσκομεν παράδοξον, αλλοπρόσαλλον και άδικον είναι αι παπικής αποχρώσεως διακηρύξεις, αι υπενθυμίζουσαι τον πάπαν Βονιφάτιον τον 8ον!
Μία τοιαύτη, παραδείγματος χάριν, διακήρυξίς σας είναι η αποφαινομένη ότι τον μέγιστον κίνδυνον δια την Εκκλησίαν αποτελεί η ανευλάβεια των εγγραμμάτων ιερέων, ενώ η ψυχοσωτήριος δύναμίς της έγκειται εις τους… ευλαβείς αγραμμάτους….
Καθ’ ημάς η ευλάβεια ή ανευλάβεια είναι ανεξαρτητος γραμματικών γνώσεων. «Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος». Εάν οι ολιγογράμματοι εις μεγαλύτερον ποσοστόν επιθυμούν να εισέλθουν εις τας τάξεις του κλήρου, αυτό δεν οφείλεται εις την ευλάβειαν, αλλά εις την ανάγκην.
Διότι την υλιστικήν αντίληψιν περί ζωής δεν την έχουν μόνον οι εγγράμματοι, αλλά και οι αγράμματοι.
Εάν είχον μάθει γράμματα, θα προετίμων κάποιαν άλλην προσοδοφόρον και ελευθέραν απασχόλησιν.
Εφόσον δε μελλοντικώς ανέλθη το βιοτικόν επίπεδον των Ελλήνων, τότε ούτε οι ολιγογράμματοι θα προσέρχονται.
Και εν τοιαύτη περιπτώσει θα εγείρουν αξιώσεις οι αναλφάβητοι.
Και δικαίως!
Διότι, εάν δεν πρέπει να αποκλείωνται από την ιερωσύνην ένας άγιος Σπυρίδων, διατί να αποκλείεται ο Μέγας Αντώνιος;
Και εμείς μεν ουδεμίαν αντίρρησιν έχομεν επί του προκειμένου:
«Άνω σχώμεν» την αγιότητα.
Ουδόλως όμως δεχόμεθα ότι η τοιαύτη κατεύθυνσις αποτελεί σανίδα σωτηρίας δια την Εκκλησίαν.
Η αγελαία παπαδοποιήσις των ολιγογραμμάτων, μη δυναμένη σοβαρώς να δικαιολογηθή εκ της αγιότητος σπανίων περιπτώσεων και πόρρω απέχουσα από του να δύναται να ικανοποιήση τας πνευματικάς ανάγκας του συγχρόνου ανθρώπου, αποτελεί εν πολλοίς δεσποτικόν δουλεμπόριον….
Εις το Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν του «Ηλίου», εις την λέξιν «δουλεία», γράφονται, μετξύ άλλων, τα εξής:
«Και ελεύθεροι προσέφερον εαυτούς οικειοθελώς εις δουλείαν. Επειδή δεν είχον την δυντότητα να ανταποκριθώσιν εις τας ανάγκας των».
Τοιούτοι είναι, δυστυχώς, εις την συντριπτικήν των πλειονότητα οι «ευλαβείς» ολιγογράμματοι. Είναι σαν τους καλούς και πιστούς υπηρέτας των παλαιών «καλών» καιρών, οι οποίοι χάριν του επιουσίου ήσαν διατεθειμένοι να ταυτίσουν την συνείδησίν των με την οπιαδήποτε συνείδησιν των αφεντικών των…
Και, αν υπάρξουν ορισμένοι, οι οποίοι έχουν αξιοπρέπειαν και θελήσουν να διατηρήσουν την ελευθερίαν της συνειδήσεώς των, ο δεσποτικός οδοστρωτήρ θα τους συνθλίψη και θα τους αποτελματώση.
Μη δυνάμενοι δε κατ’ ουδένα τρόπον να αντιδράσουν, θα περιοριστούν εις το απογοητευτικόν συμπέρασμα, ότι απεμπόλησαν την ελευθερίαν «εν η Χριστός αυτούς ηλευθέρωσεν» και « υπετάγησαν ζυγώ δουλείας»….
Ο ισχυρισμός άλλωστε ότι οι εγγράμματοι αποτελούν «μέγαν και δημόσιον κίνδυνον δια την Εκκλησίαν» εξυπηρετεί διττώς, έστω και ακουσίως την σκοτεινήν δεσποτικήν σκοπιμότητα, η οποία αφορά εις την εξόντωσιν των μορφωμένων ιερέων:
Πρώτον έρχεται να υποδαυλίση και αφυπνίση τον υποβόσκοντα φθόνον και το ευνόητον μίσος των ολιγογραμμάτων ιερέων έναντι των μορφωμένων συναδέλφων των και να τους δώσει ηθικόν έρεισμα και οιονεί θρησκευτικήν δικαιολόγησιν.
Η γλοιώδης τακτική, η οποία συνίσταται εις την δουλοπρέπειαν, την κολακείαν, το «κάρφωμα», την συκοφαντίαν, την οποίαν άριστα χρησιμοποιούν κάποιοι ιερείς έναντίον των μορφωμένων συναδέλφων των, λαμβάνει χαρακτήρα ιερού πολέμου!…
Δεν πρόκειται άλλωστε περί μικρού τινός πράγματος.
Πρόκειται περί του φοβερού και μεγίστου κινδύνου , ο οποίος απειλεί την Εκκλησίαν: των μορφωμένων!
Ο σκοτεινός και μηχανορράφος μεσαιωνικός φανατισμός έχει την θέσιν του. Και ουδαμού αλλού μπορεί να στηριχθή, ει μη εις την αμάθειαν….
Δεύτερον και κυριώτερον ο ισχυρισμός έρχεται να ενθαρρύνη τους δεσποτάδες, οι οποίοι έχουν αναλάβει εργολαβικώς την εξόντωσιν των μορφωμένων ιερέων. Μία διαπρεπής δεσποτική μεγαλοφυϊα έλεγε εις επιτροπήν λαϊκών:
«Εμένα δεν μου χρειάζονται μορφωμένοι . Κάνω καλύτερα τη δουλειά μου με τους αγραμμάτους»!…Ισχύς του το ΣΚΟΤΑΔΙ …
Ο ισχυρισμός όμως αυτός, ο οποίος όπως είδομεν αποτελεί την δικλείδα εις το έργον της εξοντώσεως και δυσφημίσεως των μορφωμένων ιερέων, στερείται το ολιγώτερον λογικής συνεπείας.
Διότι, εάν δεχθώμεν ότι οι μορφωμένοι αποτελούν μέγιστον και θανάσιμον κίνδυνον δια την Εκκλησίαν, οφείλομεν, κατά ποσοστιαίαν αναλογίαν να συμπεράνωμεν ότι:
Ο εκ των μορφωμένων ιερέων-τετρακόσιοι εις τας οκτώ χιλιάδας του συνόλου- ανέρχεται μόλις εις το 5%, ενώ εκ των επισκόπων εις το 100%, διότι άπαντες είναι θεολόγοι…
Και θα ηδύνατο κάποιος να αντιτάξη, εν τοιαύτη περιπτώσει το ευαγγελικόν:
Πώς, δηλαδή «το κάρφος -το εν τω ιερατικώ οφθαλμώ- βλέπομεν την δε- εν τω επισοπικώ οφθαλμώ- δοκόν ου κατανοούμεν»!
Υπάρχει δε εν τω δεσποτικώ οφθαλμώ ουχί δοκός μόνον, αλλά ολόκληρος οροσειρά, ως αι Κορδιλλιέραι των ΄Ανδεων, οφειλομένη ουχί βέβαια εις την μόρφωσιν, αλλ’ εις τον δεσποτισμόν…..
Ο δεσποτισμός: η ηλιθία, αντιχριστιανική και απάνθρωπος αυτή νοοτροπία και κατάστασις και μόνον αυτή αποτελεί τον μέγιστον κίνδυνον δια την Εκκλησία!…
Φοβούνται δε και τρέμουν την μόρφωσιν οι δεσποτάδες, ουχί διότι αποτελεί μέγαν και δημόσιον κίνδυνον δια την Εκκλησίαν, αλλά διότι σείει εκ θεμελίων και απειλεί να μεταβάλη εις ερείπια τα άντρα του δεσποτισμού με όλην την μεσαιωνικήν των επίπλωσιν.
Η μόρφωσις και οι μορφωμένοι αποτελούν βασανιστικόν έλεγχον και αδυσώπητον μομφήν κατά της γραώδους νοοτροπίας, της εμπαθούς ψυχοσυνθέσεως και της αντιχριστιανικής συμπεριφοράς των δεσποτάδων.
Η μόρφωσις έρχεται να καταστήσει σαφές ότι ο δεσποτισμός δεν αποτελεί απλώς κακόν, έστω και μέγα, ούτε απλώς αίρεσιν, έστω και την φοβερωτέραν.
Ο δεσποτισμός είναι αυτή αύτη η άρνησις και η εκ βάθρων ανατροπή του χριστιανισμού.
Ο Χριστός έχει πει αναφορικώς με τις σχέσεις των μαθητών του προς αλλήλους και προς τους υπόλοιπους χριστιανούς:
«Οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και κατεξουσιάζουσιν αυτών. ΥΜΕΙΣ ΔΕ ΟΥΧ ΟΥΤΩΣ!…
Και οι δεσποτάδες κυβερνούν την Εκκλησίαν, κατά τρόπον αντικείμενον όχι μόνον προς την προαναφερθείσαν αναμφίλεκτον εντολήν του Κυρίου, αλλά και προς αυτήν την διακυβέρνησιν των κατά κόσμον πολιτειών.
Διότι οι κατά κόσμον κυβερνήται κυβερνώσι επί τη βάσει νόμων. Οι δεσποτάδες όμως, μη υπαρχόντων νόμων, εφαρμόζουν τον νόμον της ΖΟΥΓΚΛΑΣ. Κατά τον οποίον το δίκαιον ευρίσκεται πάντοτε εις τους οδόντας και τους όνυχας του ισχυροτέρου, ο οποίος εις την προκειμένην περίπτωσιν είναι ο δεσπότης.
Ανάλογα προς τον δεσποτισμόν πολιτειακά συστήματα εις τον σύγχρονον κόσμον υπήρξαν ο απαισίας μνήμης χιτλερισμός και ο ασύγκριτος εις εγκληματικήν δραστηριότητα σταλινισμός.
Και οσονδήποτε κι αν η σύκρισις αύτη φαίνεται εξεζητημένη είναι, κατ’ ουσίαν ευεξήγητος.
Επί τη βάσει μάλιστα του Ευαγγελίου ο δεσποτισμός είναι ασυγκρίτως χειρότερος των προαναφερθέντων πολιτειακών συστημάτων.
Γιατί, αν εκείνα είχον ως αντικείμενον της εγκλημακής των δραστηριότητος την ζωήν των ανθρώπων, ο δεσποτισμός έχει τας ψυχάς «υπέρ ων Χριστός απέθανεν». Εάν εκείνα είναι εκ των αποκτεινόντων το σώμα, ο δεσποτισμός είναι ο αποκτείνων τας ψυχάς.
Το τραγικόν όμως και οξύμωρον είναι ότι, ενώ οι εκπρόσωποι των προαναφερθέντων πολιτειακών συστημάτων διεκήρυξαν αναφανδόν την αντίθεσίν των προς τον χριστιανισμόν, οι εκπρόσωποι του δεσποτισμού κάμνουν, όσα κάμνουν εν ονόμτι του ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ!
Εις την πραγματικότητα όμως, εάν υπάρχη ποια τις σχέσις των δεσποτάδων προς το Ευαγγέλιον, συνίσταται αύτη εις το ότι μας υπενθυμίζουν τον άδικον εκείνον κριτήν, ο οποίος ούτε τον Θεόν εφοβείτο ούτε τους ανθρώπους εντρέπετο…..
Εις πείσμα του θεανθρώπου Ιησού και δόξαν του αντιχρίστου προφήτου της Γερμανίας Νίτσε, ενσαρκώνουν, κατά τον επιτυχέστερον τρόπον το ιδεώδες του υπερανθρώπου.
Διότι αυτοί και μόνον αυτοί είναι οι νομοθέται του εαυτού των και εκτελεταί των νόμων των.Μόνον αυτοί επεφύλαξαν εις εαυτούς το ανήκουστον δικαίωμα να μετέρχονται ταυτοχρόνως ρόλον κατηγόρου και δικαστού. Αυτοί ζουν «πέραν του καλού και του κακού». Διότι δι’ αυτούς δεν υπάρχει αντικειμενικόν καλόν και κακόν. Καλόν είναι ό,τι τους ευχαριστεί και τους συμφέρει και κακόν ό,τι τους δυσαρεστεί και παρεμποδίζει την δεσποτικήν ασυδοσίαν.
Εάν ώσιν αι αμαρτίαι ενός δεσποτοφίλου ιερέως ως φοινικούν δύναται ο δεσπότης ως έριον να λευκάνη αυτάς.
Ενώ δύναται να διωχθή ένας έντιμος και ευσυνείδητος ιερεύς, επειδή δεν γλείφει το έδαφος προ της δεσποτικής ιταμότητος.
Το «καλόν» και το «κακόν» βρίσκονται «στο χέρι» και το «πρόσωπο» του δεσπότη.
Ανοιξαμένης της δεσποτικής χειρός τα σύμπαντα της ιερατικής ζωής πλησθήσονται ιλαρότητος και ευδαιμονίας. Αποστρέψαντος δε αυτού το πρόσωπον η ζωή του ιερέως εμπίμπλαται ακανθών και τριβόλων.
Ο δεσποτισμός αποτελεί αναβίωσιν της kaesercultus(= καισαρολατρείας) των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Η εν πνεύματι και αληθεία λατρεία του Θεού αντικατεστάθη με την υλόφρονα και δουλοπρεπή λατρείαν του Δεσπότη.
Και όστις της λατρείας του Δεσπότη προτιμά την λατρείαν του Χριστού διαπράττει το περίφημον crimen majestatis (= έγκλημα κατά της μεγαλειότητος). Το οποίον εις την δεσποτικήν γλώσσαν χαρακτηρίζεται ως «καταφρόνησις του οικείου επισκόπου». Είναι δε πολύ επιτυχής και πολύ ευαγγελικός ο χαρακτηρισμός. Διότι πράγματι «ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν»! ΄Η γαρ τον ένα μισήσει και τον έτερον αγαπήσει ή ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρονήσει».
Ουδείς δύναται Θεώ και Δεσπότη δουλεύειν.
Οι δούλοι του Χριστού δεν δύνανται να είναι δούλοι του Δεσπότη. Και αντιστρόφως. Μεταξύ δε του Χριστού και των δεσποτάδων «χάσμα μέγα εστήρικται».
Και το χάσμα αυτό δεν αποτελεί λανθάνουσαν κατάστασιν, αλλά βοώσαν και κράζουσαν πραγματικότητα.
Ο δεσποτισμός δεν ηυτήχησεν να έχη εις την δικαιοδοσίαν του τους δεισιδαίμονας και θρησκόληπτους όχλους του Μεσαίωνος, τους οποίους ήγε και έφερεν η πονηρία των παπών. Έχει, δυστυχώς, ν’ αντιμετωπίσει ένα φιλελεύθερον, αξιοπρεπή και οξυδερκή λαόν.
Εις μάτην οι δεσποτάδες προσεπάθησαν να κρύψουν τας ασχημίας των κάτω από τον άσπιλον πέπλον της ορθοδοξίας. Και εις μάτην διέστρεψαν ο πνεύμα των ιερών κανόνων και της διδασκαλίας των Πατέρων, δια να δικαιολογήσουν την απανθρωπίαν του δεσποτισμού.
Ο ελληνικός λαός, συγκρίνων την ζοφεράν εικόνα του δεσποτισμού προς το κατάντικρυς ιστάμενον ευαγγελικόν ιδεώδες και την αγγελικήν των Πατέρων πολιτείαν δεν παρεπλανήθη.
Αλλά με πλήρη συνείδησιν του ιστορικού του χρέους κατεδίκασεν, μέσα εις τα ιερά βάθη της ψυχής του, ομοφώνως και τελεσιδίκως τον δεσποτισμόν.
Ως αποκαλυπτικώτατον δε και ευγλωττότατον ΣΗΜΕΙΟΝ της ιστορικής αυτής καταδίκης του δεσποτισμού ίσταται η ομόθυμος άρνησις των νέων και μορφωμένων Ελλήνων να υποκύψουν εις την, δια της παπαδοποιήσεως, δουλαγώγησιν.
Είναι δε απορίας άξιον πώς σεις, Σεβασμιώτατε, ο οποίος εν ολόκληρον βιβλίον εγράψατε σχετικώς με τα « Σημεία των καιρών», δεν αντελήφθητε το λαλίστατον αυτό σημείον!
Ότι, δηλαδή, υπαίτιοι δια την έλλειψιν των ιερέων είναι οι δεσποτάδες, οι οποίοι «ουκ ήλθον, ίνα ζωήν έχωσιν και περισσόν έχωσιν τα πρόβατα, αλλ’ ίνα θύσωσιν και απολέσωσιν» εξ ατών…
΄Ότι αποτέλεσμα της ληστρικής των τακτικής είναι ότι ουκ ακολουθούσιν αυτοίς οι εγγράμματοι, αλλά φεύγουσιν απ’ αυτών. ΄Ότι θα έλθη ημέρα κατά την οποίαν, όχι μόνο οι ολιγογράμματοι και οι αναλφάβητοι, αλλά ούτε και οι τρόφιμοι των φυλακών δεν θα προτιμούν την παπαδοποίησιν ως ευκαιρίαν απονομής χάριτος.
Και ότι εν πάση περιπτώσει οι δεσποτάδες «κλείουν την βασιλείαν του Θεού έμπροσθεν των ανθρώπων»!….
Η λύτρωση
Οι πνευματικοί άνθρωποι του Αγρινίου κάθε φορά, που με συναντούσαν, μου έλεγαν: «Παπά μου, τι κάθεσαι και δεν φεύγεις: Δεν καταλαβαίνεις ότι αυτοί δεν σε καταδιώκουν απλά, αλλάσε εξοντώνουν»!
Αλλά εγώ δεν είχα τον τρόπο να γλιτώσω απ’ τα νύχια της αδυσώπητης θηριωδίας.
Ώσπου τελικά αποφάσισαν να με φυγαδεύσουν εκείνοι.
Οι οποίοι μεσολάβησαν στον Θεοφιλέστατο Επίσκοπο Ευρίπου κ. Βασίλειο, τον οποίο βέβαια και ευγνωμονώ.
Πέρασα στον Αγιο Αντώνιο ΄Ανω Πατησίων εφτά ήσυχα χρόνια.
Με τον καλλιφωνότατο π. Ηλία Παπαϊωάννου, που ήταν και ο δάσκαλός μου στα λειτουργικά και τελετουργικά καθήκοντα.
Είχε γεννηθεί για να είναι πατριαρχχης. Οχι απλα Δεσπότης. Το ίδιο και ο Μακαριστός Ιωακείμ Ταμιαθεως. Δεκαετίες μπροστά από την εποχη τους. Η εκκλησια και η πολιτεία, συμμεριζονται με άνεση τη δυστυχία, αρκεί να μην τις αγγίζει. Εκείνο που δεν ανέχονται, είναι η σκέψη. Με ανεση προοθουν και οι δύο τη μετριοτητα. Αυτη δεν ενοχλεί την εξουσία τους. Η κοινη γνώμη όταν κρίνει τις πράξεις γίνεται κακη. Όταν κρίνει το πνεύμα γινεται αισχρή!!!!
Εάν η εκκλησία είχε ακόμη έναν άνθρωπο όπως αυτόν η τον μακριστον Ιωακείμ Ταμιαθεως, η θέση της θα ήταν διαφορετικη. Στις ημέρες μας όμως η μετριότητα είναι αυτή που κρατάει τα σκήπτρα.!!!