Ο «Αντιδεσποτικός Αγώνας», όπως σχεδόν και όλα όσα συμβαίνουν στη ζωή μας , δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία». Είχε την προϊστορία του.
Ήταν, σε τελική ανάλυση, καρπός της αντίδρασης απέναντι στην πολύμορφη τυραννία κάτω από την οποία ζουν οι ανυπεράσπιστοι πολίτες. ΄Όπως:
Του χωροφύλακα που έμπαινε μέσα στο καφενείο του χωριού και στριφογύριζε πάνω απ’ τα κεφάλια των συχωριανών μου την γκλίτσα του, φωνάζοντάς:
-« Πάρτε το είδηση, ρε, θα πεθάνετε!».
Επειδή την εποχή εκείνη οι συγχωριανοί μου ψήφιζαν στην πλειοψηφία τους την ΕΔΑ.
Ή, που παρακολουθούσε, άγρυπνα μήπως κάποιο απ’ τα φτωχά χωριατόπαιδα θελήσει να μάθει πέντε γράμματα παραπάνω, για να του κάνει φάκελλο και να του κόψει το δρόμο….
Η ληστρική συμπεριφορά του έμπορα, του εφοριακού και του τραπεζίτη απέναντι στο φτωχό πολίτη.
Του πρώτου που τον κλέβει στο ζύγι, στο μέτρο, στην τιμή και όπου αλλού του είναι βολετό.
Του δεύτερου που τον αντιμετωπίζει ως συνήθη ύποπτο και ιδιαίτερα, τώρα τελευταία εν ονόματι της νέας TAXIS οικονομικών εγκλημάτων, του παίρνει, όταν θέλει, όσα θέλει.
Και του τραπεζίτη, ο οποίος τον ληστεύει με τους τόκους που δεν δίνει για τις καταθέσεις μας και αρπάζει για τα δάνεια, που παίρνουμε.
Και βέβαια την κυριολεκτική εξόντωση με το ειδεχθές έγκλημα των δολοφονικών ανατοκισμών…
Η παντοδυναμία του δικαστή, ο οποίος «για ασήμαντη αφορμή» μπορεί ν’ «αποφασίσει και να διατάξει» τη στέρηση της ελευθερίας σου.
Με βάση τις καταθέσεις κάποιων ψευδομαρτύρων και την στρεψοδικία κάποιων δικηγόρων , που κάνουν το άσπρο μαύρο και τανάπαλιν. Και το κυριότερο εν ονόματι των νόμων.
Που στην πλειοψηφία έγιναν ακριβώς, για να στηρίζουν και υποστηρίζουν τα συμφέροντα των εχόντων και κατεχόντων της άρχουσας αναρχίας.
Και που κάνουν τη δικαιοσύνη να μην είναι δικαιοσύνη.
Και βέβαια το φτωχό πολίτη να μη μπορεί ποτέ, σχεδόν, και πουθενά να βρει το δίκιο του.
Και να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην απόγνωση..
Να μη μιλήσουμε για το σαδομαζοχιστικό καθεστώς της γραφειοκρατίας.
Που δεν χρειάζεται, νομίζω, ιδιαίτερες συστάσεις, αφού όλοι μας το γνωρίζουμε από πρώτο χέρι, απ’ την καθημερινή επικοινωνία μας με τις δημόσιες υπηρεσίες (=αυθαιρεσίες).
Όπου η σαδιστική κωλυσιεργία και ταλαιπωρία συναγωνίζεται την προκλητική και προσβλητική ιταμότητα.
Όπου όλοι αυτοί, που χρυσοπληρώνονται με τον ιδρώτα του προσώπου του και το αίμα της καρδιάς του λαού, έχουν τυλίξει τον πολίτη σ’ ένα πανάθλιο δίχτυ ληστρικών νόμων, που οι ίδιοι δεν τους εφαρμόζουν ή και τους αγνοούν. Κι όμως….
Σαν τους φαρισαίους απαιτούν αμείλικτα τη γνώση των νόμων και την εφαρμογή τους απ’ τον απλό πολίτη.
Τον οποίο ηδονίζονται αφάνταστα να ταλαιπωρούν και να ζημιώνουν, με όλους τους δυνατούς τρόπους κάθε φορά, που θα πέσει στα χέρια τους, επειδή έχει κάμει κάποια παράλειψη ή λάθος.
Πολλά και άλλα θα μπορούσε να αναφέρει κανείς, που συγκροτούν την μυριοκέφαλη Λερναία Ύδρα της πολύμορφης τυραννίας. Της τυραννίας, που ρουφάει το αίμα και πίνει τον ιδρώτα και ποδοπατάει την αξιοπρέπειά του και κάνει αβίωτο το βίο του φτωχού λαού…
Και μπαίνει το ερώτημα: Ποιο θα μπορούσε να ήταν το αντίβαρο απέναντι σ’ αυτήν χρόνια και απέραντη αθλιότητα;
Και η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι μία και μοναδική, όσο κι αν με την πρώτη ματιά φαίνεται απλοϊκή και ουτοπική:
Κανένα άλλο αντίβαρο δεν μπορεί να υπάρξει, πέρα και έξω απ’ το Ευαγγέλιο του Χριστού.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες και με κάποιες τέτοιες σκέψεις αποφάσισα να γίνω κληρικός. Για να παλέψω με την ιδιότητά μου αυτή για έναν καλύτερο κόσμο.
…Κι όμως απ’ τα πρώτα μου κιόλας βήματα βρέθηκα μπροστά σε δυσάρεστες εκπλήξεις:
«Με τις ιδέες που έχεις εσύ, μου ‘λεγαν οι παπάδες δεν θα μπορέσεις να κάνεις χωριό με τους δεσποτάδες και να προκόψεις. Οι δεσποτάδες θέλουν κολακείες, λιβανίσματα και προσκυνήματα»!…
Όμως εγώ αμφέβαλα γι’ αυτά που άκουγα και συνέχισα απτόητος το δρόμο μου…
Όταν μπήκα στη Θεολογική Σχολή, επισκέφτηκα τον π. Αυγουστίνο Καντιώτη και του ζήτησα να με βοηθήσει.
-«Εγώ, μου είπε , δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Γιατί δεν ζητάς βοήθεια απ’ τη Μητρόπολη Αιτωλοακαρνανίας, που έχει πακτωλό χρημάτων, κλπ, κλπ…».
Και επηρεασμένος απ’ τη συζήτηση με τον π. Αυγουστίνο πήρα και έγραψα ένα γράμμα προς τη Μητρόπολη Αιτ/νίας.
Που όχι μόνο δεν μου έδωσε καμιά κανενός είδους βοήθεια, αλλά και οι επιτελείς του με καταδίωκε σε όλη τη μετέπειτα σταδιοδρομία μου:
Σήμερα ο δεσποτης κάλεσε τον παπά της ενοριας μας που είναι νέος, υπερπολύτεκνος , αφιλάργυρος και ακούραστος και τον έκανε σκουπίδι. Δεν μιληόταν στον εσπερινο ο πάτερ και σκεφτόταν να αλλάξει και μητρόπολη αλλά, δε βαριέσαι, που θα βρει σωστό Επίσκοπο;